πρωταμίνη

πρωταμίνη
η, Ν
1. βιολ. απλή αλκαλική πρωτεΐνη που συνήθως απαντά σε συνδυασμό με ένα νουκλεϊκό οξύ ως νουκλεοπρωτεΐνη
2. φρ. «θειική πρωταμίνη»
(φαρμ.) φάρμακο που παρασκευάζεται από το σπέρμα διαφόρων ψαριών και χρησιμοποιείται ως αντίδοτο σε υπερδοσολογία τής ηπαρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protamine < prot- (< πρώτος) + amine (< am- [< am-monium, βλ. αμμωνία] + κατάλ. -ine)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • σαλμίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωταμίνη που εκχυλίζεται από το σπέρμα τού σολομού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. salmine < λατ. salmo «σολομός» + κατάλ. ine της χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”